Σεβαστοφάντης

Σεβαστοφάντης
Σεβαστο-φάντης, ου, ,
A priest of Augustus, Lat. flamen Augusti, OGI479.6 (Dorylaeum, ii A.D.), IGRom.3.22 ([place name] Bithynia), Sardis7(1).62, etc.; fem. [suff] Σεβαστο-φάντις, ιδος, OGI 479.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεβαστοφάντης — ὁ, θηλ. σεβαστοφάντις, ιδος, Α ιερέας τού Αυγούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο φάντης] …   Dictionary of Greek

  • σεβαστοφαντώ — έω, Α [σεβαστοφάντης] είμαι σεβαστοφάντης …   Dictionary of Greek

  • σεβαστοφάντις — ιδος, ἡ, Α βλ. σεβαστοφάντης …   Dictionary of Greek

  • σεβαστοφαντικός — ή, όν, Α [σεβαστοφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεβαστοφάντη 2. φρ. «σεβαστοφαντικὰ χρήματα» χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τον σεβαστοφάντη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”